συγκεραννυμι

συγκεραννυμι
    συγκεράννυμι
    συγ-κεράννῡμι
    (fut. συγκεράσω, pf. συγκέκρᾱκα; pass.: fut. συγκρᾱθήσομαι, aor. 1 συνεκράθην с ᾱ - ион. συνεκρήθην, тж. συνεκεράσθην, pf. συγκέκρᾱμαι)
    1) подмешивать, примешивать
    

(τέν ἡδονέν λύπῃ Plat.; τὸ πικρὸν μέλιτι Anth.)

    2) смешивать
    

(τὰ πολλὰ εἰς ἕν Plat.; χυμὸς συγκραθείς Arst.; κρᾶσις ἀπὸ τῆς ἡδονῆς συγκεκραμένη καὴ τῆς λυπης Plat.)

    ἐξ ἀμφοτέρων ξ. Plat. — делать смесь из обоих элементов;
    τὰ συγκεκραμένα ἄλγη Aesch. — смесь (различных) бедствий

    3) смешивать в надлежащем соотношении, т.е. строить соразмерно
    

(τὸ σῶμα NT.)

    4) (о взаимоотношениях) тж. med. устанавливать, заключать
    

(Κυρηναίοισι ἐς Σαμίους φιλίαι συνεκρήθησαν Her.)

    τέν πρός τινα φιλίαν συγκεράσασθαι Her. — завязать дружбу с кем-л.;
    τοῖς ἡλικιώταις συγκεράννυσθαι Xen. — входить в сношения со сверстниками;
    συγκρατεὴς δι΄ ἔρωτος πρός τινα Plut. — влюбленный в кого-л.;
    οἴκτῳ συγκεκραμένος Soph. — погруженный в скорбь;
    συγκεράσασθαι δύᾳ Soph. — быть постигнутым бедой;
    συγκεκραμένος τῇ πίστει τοῖς ἀκούσασιν NT. — внушивший слушателям веру (в свои слова)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Полезное


Смотреть что такое "συγκεραννυμι" в других словарях:

  • συγκεράννυμι — συγκεράννῡμι , συγκεράννυμι mix pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεράννυμι — Α βλ. συγκεραννύω …   Dictionary of Greek

  • συγκεκραμένα — συγκεράννυμι mix perf part mp neut nom/voc/acc pl συγκεκραμένᾱ , συγκεράννυμι mix perf part mp fem nom/voc/acc dual συγκεκραμένᾱ , συγκεράννυμι mix perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεράσει — συγκεράννυμι mix aor subj act 3rd sg (epic) συγκεράννυμι mix fut ind mid 2nd sg συγκεράννυμι mix fut ind act 3rd sg συγκερά̱σει , συγκεράω mix aor subj act 3rd sg (attic epic) συγκερά̱σει , συγκεράω mix aor subj act 3rd sg (epic doric aeolic)… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεράσῃ — συγκεράννυμι mix aor subj mid 2nd sg συγκεράννυμι mix aor subj act 3rd sg συγκεράννυμι mix fut ind mid 2nd sg συγκερά̱σῃ , συγκεράω mix aor subj mid 2nd sg (attic) συγκερά̱σῃ , συγκεράω mix aor subj act 3rd sg (attic) συγκερά̱σῃ , συγκεράω mix… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξυγκεραννύοντα — συγκεράννυμι mix pres part act neut nom/voc/acc pl συγκεράννυμι mix pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκερασμένον — συγκεράννυμι mix perf part mp masc acc sg συγκεράννυμι mix perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκραμένον — συγκεράννυμι mix perf part mp masc acc sg συγκεράννυμι mix perf part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεκραμένων — συγκεράννυμι mix perf part mp fem gen pl συγκεράννυμι mix perf part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεραννυμένων — συγκεράννυμι mix pres part mp fem gen pl συγκεράννυμι mix pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκεραννύμεναι — συγκεράννυμι mix pres part mp fem nom/voc pl συγκεράννυμι mix pres inf act (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»